- μονοκόρδιον
- μονοκόρδιον, τὸ (Μ)μονόχορδο μουσικό όργανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < *μονόκορδον (< μονόχορδον, με επίδραση τού ουσ. κόρδα «χορδή κατασκευασμένη από έντερο»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek